- σινίον
- σινίονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σίνιον — sieve neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σινίον — και σεννίον, τὸ, ΜΑ το κόσκινο, η κρησάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εξαιρετικά αμφίβολη φαίνεται η σύνδεση τού τ. με το ρ. σήθω «κοσκινίζω»] … Dictionary of Greek
σινίου — σίνιον sieve neut gen sg σινίον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σινίῳ — σίνιον sieve neut dat sg σινίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
QUADRATUS — I. QUADRATUS Apostolorum discipnlus. Praesul Atheniensis, post Publium. Adriano. Christianos persequenti, apologiam obtulit, addiditque orationem tam insignem, ut Imperatoris animum ad mitiora in flecteret. Hieron. de Scripterib. Baron. A. C. 125 … Hofmann J. Lexicon universale
σείνιοι — οἱ, Α φρ. «σείνιοι τόποι» τόποι κατάλληλοι για το κοσκίνισμα τών σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σινίον* / σεινίον «κόσκινο»] … Dictionary of Greek
σεννίον — τὸ, Α πιθ. βλ. σινίον … Dictionary of Greek
σινί — το, Ν στρογγυλός μεγάλος χάλκινος ή σιδερένιος δίσκος που χρησιμοποιείται ως ταψί για ψήσιμο ή ως δίσκος για σερβίρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινίον «κόσκινο» (πρβλ. και τουρκ. sini)] … Dictionary of Greek
σινιάζω — ΜΑ [σινίον] 1. κοσκινίζω, κρησαρίζω 2. συνταράσσω, αναστατώνω μσν. ταρακουνώ, κακομεταχειρίζομαι … Dictionary of Greek
σινιατήριον — τὸ, Α το σινίον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινιάζω «κοσκινίζω» + επίθημα τήριον (πρβλ. ὁρμη τήριον)] … Dictionary of Greek